- σιμβλήϊος
- -ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Ααυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο*, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το μέλι, Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιμβληίδες — σιμβλήιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμβληίδος — σιμβλήιος of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμβλήια — σιμβλήιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμβλίδες — αἱ, Α δ. γρφ. αντί σιμβληΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιμβληΐδες (βλ. λ. σιμβλήϊος)] … Dictionary of Greek
σιμβληΐς — ίδος, ἡ, Α βλ. σιμβλήϊος … Dictionary of Greek